Βάαλ
Με το όνομα Βάαλ, Ουαάλ (που σήμαινε κυριολεκτικά «Άρχοντας») επίσης γνωστός ως Αντάντ, αναφέρεται θεός των σημιτικών λαών, ανάμεσα στους οποίους Φοίνικες και Σύροι, Χαναναίοι, λαοί της Μεσοποταμίας, όπως οι Βαβυλώνιοι[1].
Στις μεταφράσεις των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης από τα Εβραϊκά ως Βάαλ, άλλοτε ως αρσενικός («του Βάαλ») και σπανιότερα ως θηλυκός θεός («της Βάαλ»). Ανάλογα με την περιοχή συνδεόταν με τον Χαντάντ, θεό της βροχής / της γονιμότητας ή άλλες θεότητες με παρεμφερές όνομα[2]. Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν πολλές αναφορές σχετικά με την τάση του λαού του Ισραήλ να λατρεύουν τον ψεύτικο θεό (χαμπ Μπά‛αλ) και προτροπές να επιστρέψουν στην προγονική τους πίστη στον πραγματικό Θεό.[2][3]
Στα ελληνικά όμως όπως καταγράφεται από τον Απολλόδωρο στη Βιβλιοθήκη του ήταν γνωστός ως Βήλος εξ ού και ο Βήλιος Δίας, δηλαδή ο Βάαλ στις ασιατικές φυλές, ο οποίος γεννήθηκε από τη Λιβύη και τον Ποσειδώνα και ήταν δίδυμος αδελφός του Αγήνορα, ο Αγήνορας αναχώρησε για τη Φοινίκη ενώ ο Βήλος παρέμεινε στην Αίγυπτο, έγινε βασιλιάς της και παντρεύτηκε την Αγχινόη, κόρη του Νείλου με την οποία απέκτησε δίδυμα αγόρια, τον Αίγυπτο και τον Δαναό, ενώ ο Ευριπίδης λέει πως απέκτησε και τον Κηφέα αλλά και τον Φινέα. Τον Δαναό λοιπόν τον έβαλε ο Βήλος να κατοικήσει στη Λιβύη, ενώ τον Αίγυπτο στην Αραβία ο οποίος αφού υπέταξε τη χώρα των Μελαμπόδων, την ονόμασε Αίγυπτο από τον εαυτό του.
Ερμηνείες του Ονόματος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το όνομα "Βάαλ" σημαίνει «Κύριος» ή «Άρχοντας» στη σημιτική γλώσσα και χρησιμοποιούνταν ως τιμητικός τίτλος για διάφορες θεότητες. Ωστόσο, η χρήση του ως προσωπικό όνομα θεού συνδέεται κυρίως με τη λατρεία στις περιοχές της Χαναάν και της Συρίας. Ο όρος απέκτησε αρνητική σημασία στην Παλαιά Διαθήκη, όπου συνδέθηκε με την ειδωλολατρία και τη λατρεία «ψευδών θεών».[4]
Βάαλ στη Μυθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Βάαλ εμφανίζεται συχνά ως θεός των καταιγίδων, της βροχής και της γονιμότητας. Στη χαναανιτική μυθολογία, θεωρούνταν νικητής του θεού της θάλασσας, Γιαμ, και προστάτης της γεωργίας και της ζωής. Οι αφηγήσεις τον περιγράφουν ως θεό που πέθανε και αναστήθηκε, συμβολίζοντας την ανανέωση της φύσης.[5] Στην Παλαιά Διαθήκη, η λατρεία του Βάαλ καταδικάζεται επανειλημμένα από τους προφήτες του Ισραήλ. Ιδιαίτερα, αναφέρεται ότι οι Ισραηλίτες εγκατέλειψαν τη λατρεία του Θεού για να ακολουθήσουν τον Βάαλ κατά την περίοδο των Κριτών.[6]
Μύθοι και Θρησκείες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Βάαλ, σύμφωνα με τη μυθολογία των Χαναναίων, ήταν γιος του Ελ και της Ασερά. Θεωρείτο ο ισχυρότερος θεός, νικώντας τον Γιαμ και τον Μοτ σε διάφορες μάχες. Η λατρεία του περιλάμβανε τελετές που συχνά απαιτούσαν ανθρωποθυσίες.[7] Η λατρεία του Βάαλ ήταν γνωστή για την ιερή πορνεία και τις εξαιρετικά δραματικές τελετές. Οι ιερείς του Βάαλ συμμετείχαν σε εκστατικές τελετές, μερικές φορές προκαλώντας πληγές στους εαυτούς τους για να προσελκύσουν την εύνοια του θεού.[8]
Ο Βάαλ είχε σημαντική επιρροή στην θρησκευτική ζωή του Ισραήλ κατά την εποχή των Κριτών και της βασιλείας του Αχαάβ, όπου η λατρεία του προκάλεσε σοβαρές συγκρούσεις με τους προφήτες του Θεού.[9]
Ο Βάαλ συνδέεται επίσης με άλλες θεότητες όπως η Αστορέθ και η Ανάτ, οι οποίες ήταν σημαντικές στη θρησκεία των Χαναναίων, προσδιορίζοντας διαφορετικές πτυχές της γονιμότητας και της πολεμικής δύναμης.[10]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Βάαλ Αρχειοθετήθηκε 2016-04-06 στο Wayback Machine., livepedia.gr
- ↑ 2,0 2,1 Βάαλ, Ενόραση, Τόμος 1 σ. 416, Διαδικτυακή Βιβλιοθήκη της Σκοπιάς
- ↑ λήμμα Βάαλ, Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη, 1927
- ↑ Mark S. Smith (2009). Baal: The Canaanite God of Storms. Oxford University Press.
- ↑ Day, John (1989). «Baal: Mythology and Cult». Journal of Near Eastern Studies 48 (1): 11–30. doi:. https://archive.org/details/sim_journal-of-near-eastern-studies_1989-01_48_1/page/n14.
- ↑ Michael D. Coogan (2018). The Old Testament: A Historical and Literary Introduction to the Hebrew Scriptures. Oxford University Press.
- ↑ Smith, Mark S. "The Early History of God: Yahweh and the Other Deities in Ancient Israel." Eerdmans, 1990.
- ↑ Harrison, R. K. "Introduction to the Old Testament." Eerdmans, 1969.
- ↑ Friedman, Richard Elliott. "Who Wrote the Bible?" HarperOne, 1987.
- ↑ De Moor, Johannes C. "The Rise of Baal Worship." In "The World of Ancient Israel," edited by R. E. Clements, Cambridge University Press, 1989.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Baal στο Wikimedia Commons
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |