άνθρωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άνθρωπος | οι | άνθρωποι |
γενική | του | ανθρώπου | των | ανθρώπων |
αιτιατική | τον | άνθρωπο | τους | ανθρώπους |
κλητική | άνθρωπε | άνθρωποι | ||
Και λαϊκότροπος πληθυντικός, οι ανθρώποι, συχνότερα αθρώποι από το άθρωπος. | ||||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άνθρωπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄνθρωπος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈan.θɾo.pos/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άν‐θρω‐πος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άνθρωπος αρσενικό
- αυτός και αυτή που ανήκει στην ανθρώπινη φυλή
- ⮡ στην υφήλιο ζουν 7 δισεκατομμύρια άνθρωποι
- ο κάθε ένας και η καθεμιά από τους κατοίκους της γης
- ⮡ είδα έναν άνθρωπο αλλά δε σκέφτηκα να τον ρωτήσω
- αυτός και αυτή που έχει ορισμένα ψυχικά χαρακτηριστικά που τον/ην κάνουν αποδεκτό/ή από την κοινωνία
- ⮡ επιτέλους, έγινε άνθρωπος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ο άνθρωπος ό,τι μπορεί κι ο Θεός ό,τι θέλει
- πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος
- άνθρωπος ο πολυβούλης και θεός ο κοψοβούλης
- άμα έχει κέφια ο θεός, βάζει τον άνθρωπο να κάνει σχέδια
- οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου
- να σηκωθεί ο άνθρωπος να κάτσει ο γάιδαρος
- ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος
- τα βόδια τα δένουν απ' τα κέρατα, τον άνθρωπο απ' το λόγο του
- δεν έχει σανίδι χωρίς ρόζο κι άνθρωπο χωρίς ψεγάδι
- δέντρο χωρίς ίσκιο, κι άνθρωπος χωρίς φταίξιμο
- τα δάνεια δούλους τους ελευθέρους ανθρώπους ποιεί
- άνθρωπος ανθρώπω λύκος
- άνθρωπος ανθρώπου δαιμόνιον (τον άνθρωπο τον σώζει ένας άλλος άνθρωπος)
- παιδεία τοις ανθρώποις, δεύτερος ήλιος εστί (Πλάτων)
- πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει (Σοφοκλής)
- Αδύνατο να μάθεις την ψυχή του ανθρώπου προτού πάρει στα χέρια του εξουσία. (Σοφοκλής)
- σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος (Πίνδαρος)
- φύσει μέν ἐστιν ἄνθρωπος ζῷον πολιτικόν (Αριστοτέλης)
- τί ἐστιν ὃ μίαν ἔχον φωνὴν τετράπουν καὶ δίπουν καὶ τρίπουν γίνεται;
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- ανθρωπο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ανθρωπο- στο Βικιλεξικό
- -άνθρωπος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -άνθρωπος στο Βικιλεξικό
- -ανθρωπία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ανθρωπία στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'ανθρωπ' στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
- αγριάνθρωπος
- ανθρωπογενής
- ανθρωποειδής
- ανθρωποθάλασσα
- ανθρωποθυρίδα
- ανθρωποθυσία
- ανθρωποκεντρικός
- ανθρωποκτόνος
- ανθρωποκυνηγητό
- ανθρωπόμορφος
- ανθρωποσύναξη
- ανθρωποσφαγή
- ανθρωποσωτήριος
- ανθρωποφάγος
- ανθρωποφοβία
- απάνθρωπος
- αρχάνθρωπος
- αρχοντάνθρωπος
- ασχημάνθρωπος
- αφεντάνθρωπος
- αχυράνθρωπος
- βατραχάνθρωπος
- βρομάνθρωπος
- γουρουνάνθρωπος
- διαβολάνθρωπος
- διαστημάνθρωπος
- ζωάνθρωπος
- θεάνθρωπος
- θεατράνθρωπος
- κτηνάνθρωπος
- λεβεντάνθρωπος
- λυκάνθρωπος
- μικράνθρωπος
- μισάνθρωπος
- ολιγάνθρωπος
- ομορφάνθρωπος
- παλιάνθρωπος
- πιθηκάνθρωπος
- πολυάνθρωπος
- προάνθρωπος
- συνάνθρωπος
- υπάνθρωπος
- υπεράνθρωπος
- φιλάνθρωπος
- χιονάνθρωπος
- χοντράνθρωπος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άνθρωπος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- άνθρωπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθρωπος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)