κόλλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈko.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κόλ‐λα
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόλλα | οι | κόλλες |
γενική | της | κόλλας | των | κολλών |
αιτιατική | την | κόλλα | τις | κόλλες |
κλητική | κόλλα | κόλλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- κόλλα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόλλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόλλα θηλυκό
- η παχύρρευστη ουσία που χρησιμοποιείται για να κολλήσουν στέρεα μεταξύ τους δύο σώματα
- ένα φύλλο χαρτιού για γράψιμο
- κόλλα αναφοράς
- κόλλα χαρτί
- ⮡ θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί: (απειλή) θα σου κάνω αγωγή ή αναφορά στους ανωτέρους σου και θα έχεις προβλήματα
- (παρωχημένο) ουσία, συνήθως μίγμα νερού με αλεύρι ή ζάχαρη, που χρησιμοποιείται για να παραμείνει σκληρό και σιδερωμένο το τμήμα ή ολόκληρο το ρούχο
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
κολλ-
κολλ-
- ανακόλληση
- ανασυγκόλληση
- αξεκόλλητα (επίρρημα)
- αξεκόλλητος
- αυτοκόλλητος
- εγκόλληση
- επικόλληση
- επιθκολλώ, επικολλούμαι, επικολλώμαι
- ηλεκτροσυγκόλληση
- θυροκολλώ, θυροκολλώμαι
- κολλαγόνο & συγγενικά
- κολλάω / κολλώ, κολλιέμαι & σύνθετα
- κόλλημα & σύνθετα
- κολλημένος
- κόλληση & σύνθετα
- κολλητά (επίρρημα)
- κολλητάρι
- κολλητηράκι
- κολλητήρι
- κολλητικός
- κολλητικότητα
- κολλητιλίκι
- κολλητός
- κολλητσίδα
- κολλητσίδας
- κολλοειδής, κολλοειδές
- κολλόχαρτο
- κολλώδης, κολλώδες
- ξεκολλάω / ξεκολλώ, ξεκολλιέμαι
- οξυγονοκολλήτρια
- πισωκολλητά (επίρρημα)
- προσκολλώ, προσκολλώμαι
- προσκόλληση
- πρωτόκολλο
- πρωτοκολλήτρια
- συγκόλληση
- συγκολλητίνη
- συγκολλήτρια
- Όροι με κολλ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Δε σχετίζονται τα κόλλυβα ή το κολλύριο.
Σύνθετα
[επεξεργασία]με δεύτερο συνθετικό κόλλα
- Όροι με κόλλα — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κόλλα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγκολλητικό υλικό
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- κόλλα: κλιτικός ή ρηματικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κόλλα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κόλλο & άλλη γραφή του κόλα
- → δείτε και παράθεμα
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κόλλα
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού ενεστώτα του κολλάω / κολλώ
- εναλλακτικά: κόλλαγε
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού αορίστου του κολλάω / κολλώ
- εναλλακτικά: κόλλησε
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- κόλλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία](Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- κόλλα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κόλλα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κόλλᾰ | αἱ | κόλλαι |
γενική | τῆς | κόλλης | τῶν | κολλῶν |
δοτική | τῇ | κόλλῃ | ταῖς | κόλλαις |
αιτιατική | τὴν | κόλλᾰν | τὰς | κόλλᾱς |
κλητική ὦ! | κόλλᾰ | κόλλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόλλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κόλλαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόλλα, ήδη τον 5ο αιώνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόλλα, -ης θηλυκό
- γενική ονομασία για παχύρρευστα υγρά που έχουν την ιδιότητα να ενώνουν, να κολλάνε μόνιμα δύο αντικείμενα
- ※ 2ος αιώνας πκε (Επιτομή Απολλοδώρου) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ὁ δὲ πτερὰ κατασκευάσας ἑαυτῷ καὶ τῷ παιδὶ ἀναπτάντι ἐνετείλατο μήτε εἰς ὕψος πέτεσθαι, μὴ τακείσης τῆς κόλλης ὑπὸ τοῦ ἡλίου αἱ πτέρυγες λυθῶσι, μήτε ἐγγὺς θαλάσσης, ἵνα μὴ τὰ πτερὰ ὑπὸ τῆς νοτίδος λυθῇ. Ἴκαρος δὲ ἀμελήσας τῶν τοῦ πατρὸς ἐντολῶν ψυχαγωγούμενος ἀεὶ μετέωρος ἐφέρετο· τακείσης δὲ τῆς κόλλης πεσὼν εἰς τὴν ἀπʼ ἐκείνου κληθεῖσαν Ἰκαρίαν θάλασσαν ἀπέθανε.
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησης Φωκικά, Λοκρών Οζολων, 10.16.1
- ἐστιν ἔργον τοῦ Χίου, σιδήρου κόλλησιν ἀνδρὸς εὑρόντος· ἔλασμα δὲ ἕκαστον τοῦ ὑποθήματος ἐλάσματι ἄλλῳ προσεχὲς οὐ περόναις ἐστὶν ἢ κέντροις, μόνη δὲ ἡ κόλλα συνέχει τε καὶ ἔστιν αὕτη τῷ σιδήρῳ δεσμός
- ※ 2ος αιώνας πκε (Επιτομή Απολλοδώρου) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Παράγωγα
[επεξεργασία]- κολλάω
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα
[επεξεργασία]- ξηροκόλλα
- ταυρόκολλα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- Λέξεις κόλλα @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
[επεξεργασία]- κόλλα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόλλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γλῶσσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δόξα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δόξα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Σελίδες για τεκμηρίωση (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)