κόλλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈko.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόλ‐λα

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόλλα οι κόλλες
      γενική της κόλλας των κολλών
    αιτιατική την κόλλα τις κόλλες
     κλητική κόλλα κόλλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κόλλα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόλλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόλλα θηλυκό

  1. η παχύρρευστη ουσία που χρησιμοποιείται για να κολλήσουν στέρεα μεταξύ τους δύο σώματα
     συνώνυμα: γόμα
  2. ένα φύλλο χαρτιού για γράψιμο
    • κόλλα αναφοράς
    • κόλλα χαρτί
      ⮡  θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί: (απειλή) θα σου κάνω αγωγή ή αναφορά στους ανωτέρους σου και θα έχεις προβλήματα
  3. (παρωχημένο) ουσία, συνήθως μίγμα νερού με αλεύρι ή ζάχαρη, που χρησιμοποιείται για να παραμείνει σκληρό και σιδερωμένο το τμήμα ή ολόκληρο το ρούχο

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
κολλ- 

Δε σχετίζονται τα κόλλυβα ή το κολλύριο.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

με δεύτερο συνθετικό κόλλα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
κόλλα: κλιτικός ή ρηματικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κόλλα

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

κόλλα

  1. β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού ενεστώτα του κολλάω / κολλώ
    εναλλακτικά: κόλλαγε
  2. β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού αορίστου του κολλάω / κολλώ
    εναλλακτικά: κόλλησε

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόλλ αἱ κόλλαι
      γενική τῆς κόλλης τῶν κολλῶν
      δοτική τῇ κόλλ ταῖς κόλλαις
    αιτιατική τὴν κόλλᾰν τὰς κόλλᾱς
     κλητική ! κόλλ κόλλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόλλ
γεν-δοτ τοῖν  κόλλαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόλλα, ήδη τον 5ο αιώνα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόλλα, -ης θηλυκό

  • γενική ονομασία για παχύρρευστα υγρά που έχουν την ιδιότητα να ενώνουν, να κολλάνε μόνιμα δύο αντικείμενα
    ※  2ος αιώνας πκε (Επιτομή Απολλοδώρου) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    ὁ δὲ πτερὰ κατασκευάσας ἑαυτῷ καὶ τῷ παιδὶ ἀναπτάντι ἐνετείλατο μήτε εἰς ὕψος πέτεσθαι, μὴ τακείσης τῆς κόλλης ὑπὸ τοῦ ἡλίου αἱ πτέρυγες λυθῶσι, μήτε ἐγγὺς θαλάσσης, ἵνα μὴ τὰ πτερὰ ὑπὸ τῆς νοτίδος λυθῇ. Ἴκαρος δὲ ἀμελήσας τῶν τοῦ πατρὸς ἐντολῶν ψυχαγωγούμενος ἀεὶ μετέωρος ἐφέρετο· τακείσης δὲ τῆς κόλλης πεσὼν εἰς τὴν ἀπʼ ἐκείνου κληθεῖσαν Ἰκαρίαν θάλασσαν ἀπέθανε.
    ※  2ος αιώνας κε Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησης Φωκικά, Λοκρών Οζολων, 10.16.1
    ἐστιν ἔργον τοῦ Χίου, σιδήρου κόλλησιν ἀνδρὸς εὑρόντος· ἔλασμα δὲ ἕκαστον τοῦ ὑποθήματος ἐλάσματι ἄλλῳ προσεχὲς οὐ περόναις ἐστὶν ἢ κέντροις, μόνη δὲ ἡ κόλλα συνέχει τε καὶ ἔστιν αὕτη τῷ σιδήρῳ δεσμός

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]