πρότυπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρότυπο | τα | πρότυπα |
γενική | του | προτύπου & πρότυπου |
των | προτύπων |
αιτιατική | το | πρότυπο | τα | πρότυπα |
κλητική | πρότυπο | πρότυπα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρότυπο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρότυπος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρότυπο ουδέτερο
- αυτό που χρησιμεύει ως υπόδειγμα για αναπαραγωγή, για δημιουργία αντιγράφων
- οτιδήποτε λειτουργεί ως υπόδειγμα που το ακολουθούν άλλοι
- πρόσωπο του οποίου το παράδειγμα θέλει κάποιος να ακολουθήσει, να μιμηθεί
- ※ Έβλεπα πόσο άλλαζε ο χαρακτήρας και τα ενδιαφέροντά του. Τίποτε δεν θύμιζε εκείνο το ζωηρό παιδί που είχα σαν πρότυπο μεγαλώνοντας. (Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Θεοκλής, 1995 [διήγημα])
- (πληροφορική) έγγραφο με μελετημένη δομή και μορφοποίηση καθώς και κενά που πρέπει να συμπληρώσει ο χρήστης, όταν θέλει να δημιουργήσει ένα δικό του έγγραφο
- (βικισύνταξη) ειδικού τύπου σελίδα, η οποία όταν καλείται ενσωματώνει το περιεχόμενό της σε άλλες σελίδες. Λειτουργεί ως συνάρτηση που δέχεται παραμέτρους ώστε να μπορεί να εμφανίσει διαφορετικό κάθε φορά περιεχόμενο.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]πληροφορική : αντιπαραβολή προτύπων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρότυπο