σχέση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σχέση | οι | σχέσεις |
γενική | της | σχέσης* | των | σχέσεων |
αιτιατική | τη | σχέση | τις | σχέσεις |
κλητική | σχέση | σχέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σχέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχέση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σχέσις < ἔχω
- για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική relation [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σχέση θηλυκό
- ο τρόπος με τον οποίο δύο στοιχεία συνδέονται μεταξύ τους
- ⮡ Το δοκίμιο εξετάζει τη σχέση μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της πολιτισμικής άνθισης.
- ⮡ Οι στατιστικές αποδεικνύουν τη σχέση τσιγάρου και καρκίνου του πνεύμονα.
- οι δεσμοί μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ανθρώπων ή κοινωνικών ομάδων
- ⮡ Οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας περνούσαν κρίση.
- ⮡ Οι δύο χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις.
- ο ερωτικός δεσμός, το ειδύλλιο
- ⮡ Η Μαρία αποφάσισε να διακόψει τη σχέση της με τον Γιάννη.
- ⮡ Ο Γιάννης είναι η σχέση μου
- η επαφή, η επικοινωνία
- ⮡ Παρά την απόσταση, διατηρούμε τις σχέσεις μας.
- (βάσεις δεδομένων), (σχεσιακές βάσεις δεδομένων) με δύο έννοιες:
- (επιστήμη υπολογιστών, βάσεις δεδομένων) (στο σχεσιακό μοντέλο) σύνολο ομοειδών πλειάδων (γραμμών), που διαφέρουν μεταξύ τους στα δεδομένα που περιέχουν[2]
- ※ Το βασικό δομικό στοιχείο του σχεσιακού μοντέλου είναι η σχέση (relation) ή πίνακας (table).[2]
- ※ Μιλώντας χωρίς αυστηρότητα, μπορούμε να πούμε ότι κάθε σχέση μοιάζει με έναν πίνακα ή, κατά κάποιο τρόπο, με ένα "επίπεδο" αρχείο εγγραφών.[3]
- συμβολισμός: , όπου , είναι τα γνωρίσματα της σχέσης
- ≈ συνώνυμα: οντότητα, (σχεσιακές βάσεις δεδομένων) πίνακας
- η συσχέτιση (αντιστοίχιση) μεταξύ των γραμμών (rows) διαφορετικών πινάκων (tables) με την χρήση πρωτευόντων (primary keys) και εξωτερικών κλειδιών (foreign keys)
- ≈ συνώνυμα: συσχέτιση (relationship)
- υπώνυμα : ένα-προς-ένα, ένα-προς-πολλά, πολλά-προς-ένα, πολλά-προς-πολλά
- (επιστήμη υπολογιστών, βάσεις δεδομένων) (στο σχεσιακό μοντέλο) σύνολο ομοειδών πλειάδων (γραμμών), που διαφέρουν μεταξύ τους στα δεδομένα που περιέχουν[2]
Συγγενικά
[επεξεργασία]- σχετικός
- άσχετος
- σχετίζομαι
- συσχετίζω
- → δείτε τη λέξη έχω
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχέση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σχέση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 43 και 60, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04
- ↑ Μ.Χατζόπουλος, 2009, Το Σχεσιακό Μοντέλο - Σχεσιακή Άλγεβρα, Σχεσιακός Λογισμός, σελ. 3. Προσπέλαση 2020-02-06
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βάσεις δεδομένων (νέα ελληνικά)
- Επιστήμη υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)