Besucher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Besucher (de) αρσενικό (θηλυκό Besucherin)
Content-Length: 58104 | pFad | https://el.wiktionary.org/wiki/Besucher
Besucher (de) αρσενικό (θηλυκό Besucherin)
Fetched URL: https://el.wiktionary.org/wiki/Besucher
Alternative Proxies: