acordo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
acordo | acordos |
acordo (pt) αρσενικό
- η συμφωνία
- το κούρντισμα
Content-Length: 54802 | pFad | https://el.wiktionary.org/wiki/acordo
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
acordo | acordos |
acordo (pt) αρσενικό
Fetched URL: https://el.wiktionary.org/wiki/acordo
Alternative Proxies: