baisable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
baisable | baisables |
Επίθετο
[επεξεργασία]baisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να γαμηθεί
Content-Length: 51722 | pFad | https://el.wiktionary.org/wiki/baisable
ενικός | πληθυντικός |
baisable | baisables |
baisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Fetched URL: https://el.wiktionary.org/wiki/baisable
Alternative Proxies: