ee

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. ee < λατινική *apam
  2. ee < λατινική aetatem

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ee (και ei) θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ee (και ae, aey) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ηλικία
  2. ζωή, διάρκεια ζωής