ee
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παλαιά γαλλικά (fro)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ee (και ei) θηλυκό
Content-Length: 63610 | pFad | https://el.wiktionary.org/wiki/ee
ee (και ei) θηλυκό
Fetched URL: https://el.wiktionary.org/wiki/ee
Alternative Proxies: