entente

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
entente < entendre < λατινική intendo < tendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃.tɑ̃t/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
entente ententes

entente (fr) θηλυκό

  1. η συνεννόηση
  2. η συμμαχία
  3. η σύμπνοια