just
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]just (en) (χωρίς παραθετικά)
- μόνο
- απλά, απλώς, μόνο
- ⮡ I am sorry to say it, but your boyfriend is just an untalented actor.
- Λυπάμαι που το λέω αλλά το αγόρι σου είναι απλά ένας ατάλαντος ηθοποιός.
- ⮡ Let’s just say that I have my reasons.
- Ας πούμε απλώς ότι έχω τους λόγους μου.
- ⮡ I just looked at it, I didn’t touch it.
- Εγώ μόνο που το κοίταξα, δεν τ' άγγιξα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη merely
- ⮡ I am sorry to say it, but your boyfriend is just an untalented actor.
- μια μικρή ποσότητα, δεν…παρά μόνο
- ⮡ There was just a chance.
- Δεν ήταν παρά μόνο τύχη.
- ⮡ There was just a chance.
- μόλις, ότι, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάποιος έκανε κάτι ή κάτι συνέβη πολύ πρόσφατα
- ⮡ I had just left when he came.
- Μόλις είχα φύγει όταν ήρθε.
- ⮡ The clock just struck ten.
- Μόλις χτύπησε δέκα το ρολόι.
- ⮡ He just returned.
- Ότι γύρισε.
- ⮡ -”Where is your father?” -“He just left.”
- -«Πού είναι ο πατέρας σου;» -«Ότι έφυγε.»
- ⮡ I had just left when he came.
- μόλις, πάνω που, ακριβώς, αυτή τη στιγμή
- ⮡ Just as the party started heating up…
- Μόλις άρχισε να ζεσταίνεται η ατμόσφαιρα στο πάρτι…
- ⮡ I was just leaving.
- Επάνω που έφευγα.
- ⮡ Just as I was setting the table…
- Πάνω που έστρωνα το τραπέζι…
- ⮡ He found the time to come and worry her with questions, just when she was busy cooking dinner!
- Βρήκε την ώρα να έρθει και να την παιδεύει με ερωτήσεις, ακριβώς όταν ήταν απασχολημένη με το μαγείρεμα!
- ⮡ Just as the party started heating up…
- (just about to) ότι ετοιμάζουν να, θα κάνω κάτι μόνο σε λίγες στιγμές από τώρα ή τότε
- ⮡ I was just about to call you.
- Ότι ετοιμαζόμουν να σου τηλεφωνήσω.
- ⮡ I was just about to call you.
- (just going to) ότι πήγαινα να, θα κάνω κάτι μόνο σε λίγες στιγμές από τώρα ή τότε
- ⮡ I was just going to ask for it myself.
- Ότι πήγαινα να το ζητήσω εγώ.
- ⮡ I was just going to ask for it myself.
- (με προστακτική) για, χρησιμοποιείται για να τραβήξει την προσοχή κάποιου, να δώσει άδεια κτλ.
- ⮡ Just come here for a minute.
- Για έλα εδώ μια στιγμή.
- ⮡ Just come here for a minute.
Πηγές
[επεξεργασία]- just - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 188, 315, 561, 635. ISBN 9780194325684., λήμμα: για, (ε)πάνω, μόνο(ν), ότι