mianownik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mianownik (pl) αρσενικό
- (γραμματική) η ονομαστική
- (μαθηματικά) ο παρονομαστής
Content-Length: 66500 | pFad | https://el.wiktionary.org/wiki/mianownik
mianownik (pl) αρσενικό
Fetched URL: https://el.wiktionary.org/wiki/mianownik
Alternative Proxies: