moc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]moc (pl) θηλυκό
- η δύναμη, η ισχύς
- (φυσική, μαθηματικά, νομικός όρος) η δύναμη, η ισχύς
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]moc (cs) αρσενικό
Επίρρημα
[επεξεργασία]moc (cs)