vrouw

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vrouw (nl)

  1. η γυναίκα
  2. η σύζυγος
    mijn vrouw is ziek - η σύζυγός μου είναι άρρωστη