ομοταξία
Greek
editAlternative forms
edit- ὁμοταξία (homotaxía) (polytonic)
Etymology
editBorrowed from New Latin homotaxia, from ομο- (omo-, “same”) + τάξις (táxis, “order”) + -ία (-ía).[1]
Noun
editομοταξία • (omotaxía) n (plural ομοταξίες)
Declension
editDeclension of ομοταξία
Coordinate terms
editTaxonomic divisions
* επικράτεια • f (“domain”) | * ομοταξία • f (“class”) | * γένος • n (“genus”) |
* βασίλειο • n (“kindom”) | * τάξη • f (“order”) | * είδος • n (“species”) |
* συνομοταξία • f (“phylum”) | * οικογένεια • f (“family”) | * υποείδος • n (“subspecies”) |
References
edit- ^ ομοταξία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Further reading
edit- ομοταξία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el