διαλυτικά
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Nominalization of the neuter plural of the adjective διαλυτικός (dialytikós, “separating”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]διαλυτικά • (dialytiká) n pl
Declension
[edit]plural | |
---|---|
nominative | διαλυτικά (dialytiká) |
genitive | διαλυτικών (dialytikón) |
accusative | διαλυτικά (dialytiká) |
vocative | διαλυτικά (dialytiká) |
See also
[edit]- . τελεία (teleía)
- , κόμμα (kómma)
- : δύο τελείες (dýo teleíes)
- · άνω τελεία (áno teleía)
- ; ερωτηματικό (erotimatikó)
- ! θαυμαστικό (thavmastikó)
- « » εισαγωγικά (eisagogiká)
- " “ ” εισαγωγικά (eisagogiká)
- ' ‘ ’ εισαγωγικά (eisagogiká)
- ' ’ απόστροφος (apóstrofos)
- ¨ διαλυτικά (dialytiká)
- ΄ τόνος (tónos)
- ‐ ενωτικό (enotikó)
- — παύλα (pávla)
- … αποσιωπητικά (aposiopitiká)
- ( ) παρένθεση (parénthesi)
- [ ] αγκύλη (agkýli)
- { } άγκιστρο (ágkistro)
- » : 〃 ομοιωματικά (omoiomatiká)
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)
Further reading
[edit]- διαλυτικά on the Greek Wikipedia.Wikipedia el