ενικός         πληθυντικός  
action actions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

action (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η δράση, η πράξη, η διαδικασία να κάνω κάτι για να κάνω κάτι να συμβεί ή να αντιμετωπίσω μια κατάσταση
    Wishes aren’t enough, action is also needed.
    Δεν αρκούν οι ευχές, χρειάζεται και δράση.
    It’s time for action.
    Είναι ώρα για δράση.
    He is a man of action.
    Είναι άνθρωπος της πράξης.
  2. η πράξη, η ενέργεια, κάτι που κάνει κάποιος
    They are judging him by his actions.
    Τον κρίνουν από τις πράξεις του.
    Actions speak louder than words.
    Οι πράξεις αξίζουν περισσότερο από τα λόγια.
    I was informed of his actions.
    Πληροφορήθηκα τις ενέργειες του.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αγωγή, η ενέργεια, μια νομική διαδικασία για να σταματήσει ένα άτομο ή μια εταιρεία από το να κάνει κάτι ή να το τιμωρήσει
    I am taking (legal) action.
    Κάνω αγωγή.
    legal actions - δικαστικές/νόμιμες ενέργειες
  4. (μη μετρήσιμο) η μάχη
    He died in action.
    Σκοτώθηκε στη μάχη.
  5. (μη μετρήσιμο) η δράση, συναρπαστικά γεγονότα
    I live a life of action.
    Ζω μια ζωή με δράση.



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ak.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
action actions

action (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
pFad - Phonifier reborn

Pfad - The Proxy pFad of © 2024 Garber Painting. All rights reserved.

Note: This service is not intended for secure transactions such as banking, social media, email, or purchasing. Use at your own risk. We assume no liability whatsoever for broken pages.


Alternative Proxies:

Alternative Proxy

pFad Proxy

pFad v3 Proxy

pFad v4 Proxy