Τρανς
Τρανς (σύντμηση του transgender) ή διεμφυλικό είναι το άτομο που αντιλαμβάνεται το φύλο του διαφορετικά από το φύλο που του προσδιορίστηκε κατά τη γέννηση.[1][2][3] Πολλά τρανς πρόσωπα βιώνουν δυσφορία φύλου και επιλέγουν να προχωρήσουν σε φυλομετάβαση, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις αυτοπροσδιορίζονται ως τρανσέξουαλ, ωστόσο ο όρος σήμερα έχει υποτιμητική χροιά και υπερισχύει ο όρος τρανς. Με τον όρο τρανς αναφερόμαστε στην ψυχοσωματική εμπειρία του φύλου ενός ατόμου και δεν είναι αυτονόητο ότι το άτομο θα εισέλθει στη διαδικασία χειρουργικής επέμβασης ή λήψης ορμονών. Δεν επιθυμούν όλοι οι διεμφυλικοί άνθρωποι να προχωρήσουν σε αυτές τις διαδικασίες, είτε δεν μπορούν για οικονομικούς ή ιατρικούς λόγους. Επίσης η εν λόγω ορολογία είναι όρος "ομπρέλα" και αφορά όλα τα άτομα που δεν ταυτίζονται με το φύλο που τους αποδόθηκε στη γέννηση στα επίσημά τους έγγραφα, δηλαδή συμπεριλαμβάνει και τα άτομα που δεν έχουν κάποια από τις τυπικές δυαδικές ταυτότητες φύλου, αλλά αυτοπροσδιορίζονται εκτός διπόλου, όπως non-binary και genderqueer.[2][4][5] Ανά τον κόσμο, υπάρχουν διαφορετικοί ορισμοί της διεμφυλικής κατάστασης ως τρίτο φύλο. Ο όρος τρανς είναι εξαιρετικά ευρύς και μπορεί να συμπεριλάβει cross-dresser, drag queen και drag king σε κάποια έκταση. Ωστόσο, ο όρος δεν απολαμβάνει ευρείας αποδοχής παγκοσμίως μεταξύ των ερευνητών.
Η διεμφυλικότητα είναι ανεξάρτητη από τον σεξουαλικό προσανατολισμό και από τα χαρακτηριστικά φύλου, συνεπώς ένα τρανς πρόσωπο μπορεί να είναι ετεροφυλόφιλο (στρέιτ), ομοφυλόφιλο (γκέι), αμφισεξουαλικό (μπάι), ασέξουαλ ή να θεωρεί τους συμβατικούς τίτλους σεξουαλικού προσανατολισμού ανεπαρκείς. Να μη συγχέται με τον όρο ίντερσεξ οποίος περιγράφει τους ανθρώπους που έχουν γεννηθεί με χαρακτηριστικά φύλου που "δεν αντιστοιχούν στις κλασικές νόρμες των ανδρικών ή των γυναικείων σωμάτων".[6] Ωστόσο, κάποια ίντερσεξ άτομα μπορεί να βιώνουν το φύλο τους μέσα από τρανς ταυτότητες φύλου και κάποια τρανς άτομα μπορεί να έτυχε να γεννηθούν με κάποια ποικιλομορφία των χαρακτηριστικών φύλου, δηλαδή να έχουν ίντερσεξ σωματικά χαρακτηριστικά.[7]
Τα περισσότερα τρανς άτομα αντιμετωπίζουν τρανσφοβία, σημαντικές διακρίσεις ή και βία στην εκπαίδευση[8], στο χώρο εργασίας τους[9], στην πρόσβασή τους σε δημόσιες υπηρεσίες[10] και στον τομέα της υγείας.[11] Σε πολλές χώρες ο νόμος δεν τους προστατεύει από τις διακρίσεις.[12]
Τρανσέξουαλ και τρανς τζέντερ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο όρος τρανσέξουαλ εισάχθηκε στην αγγλική γλώσσα το 1949 από τον Ντέιβιντ Όλιβερ Κόλντουελ (David Oliver Cauldwell), και έγινε γνωστός από τον Χάρι Μπέντζαμιν (Harry Benjamin) το 1966, περίπου την ίδια περίοδο που έγινε γνωστό και το τρανς τζέντερ. Από τη δεκατία του 1990, ο όρος τρανσέξουαλ περιέγραφε τα άτομα που επιθυμούσαν να μεταβούν μόνιμα στην ταυτότητα στην οποία αυτοπροσδιορίζονταν και έψαχναν κάποια φαρμακευτική αγωγή.
Η διαφορά μεταξύ τρανς τζέντερ και τρανσέξουαλ έχει τη βάση της στο διαχωρισμό του βιολογικού φύλου (αγγλ. sex) δηλαδή το φύλο που ορίζει η ανατομία ενός ανθρώπου και του κοινωνικού φύλου (αγγλ. gender), το οποίο αφορά την ταύτιση ενός ατόμου με τον τρόπο έκφρασης του φύλου. Ως εκ τούτου, η τρανσεξουαλικότητα έχει να κάνει με τα ανατομικά ζητήματα ενός φύλου, ενώ οι θεωρήσεις περί transgender, αντιμετωπίζουν τη διάθεση και την προδιάθεση ενός ατόμου για το φύλο του, όπως και με τις προσδοκίες που έχει η κοινωνία από τον ρόλο του εκάστοτε αποδιδόμενου φύλου.[13] Πολλά τρανς άτομα προτιμούν την περιγραφή transgender (στα ελληνικά προτιμάται το τρανς) και απορρίπτουν καθολικά το τρανσέξουαλ.[14][15] Για παράδειγμα η Christine Jorgensen αποδοκίμασε δημόσια τη λέξη τρανσέξουαλ το 1979 και αντί να αυτοπροσδιοριστεί στον τύπο ως transgender, δήλωσε ότι "το φύλο δεν έχει να κάνει με ερωτικούς συντρόφους, έχει να κάνει με ταυτότητα." Αυτό αναφέρεται στην ανησυχία ότι το τρανσέξουαλ υπονοεί ότι έχει σχέση με τη σεξουαλικότητα, ενώ αφορά στην πραγματικότητα την ταυτότητα φύλου.[16] Κάποια τρανσέξουαλ άτομα (τα οποία επιθυμούν ή έχουν προχωρήσει σε εγχείρηση), ωστόσο, ενίστανται στο να συμπεριληφθούν στην ομπρέλα του όρου Transgender. Οι ορισμοί και των δύο όρων απαντώνται με ποικιλομορφίες ιστορικά.
Cross-dresser
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τραβεστί (αγγλ. transvestite) ή παρενδυτικό[17] ονομάζεται ένα άτομο που ντύνεται με ρούχα που συνήθως ταιριάζουν στο αντίθετο φύλο.[18][19] Ο όρος τραβεστί θεωρείται συνώνυμο του cross-dresser,[20][21] αν και cross-dresser είναι ο γενικά αποδεκτός όρος. Ο Michael A. Gilbert, καθηγητής στο τμήμα της Φιλοσοφικής του York University, στο Τορόντο, έχει παρουσιάσει το δικό του ορισμό: "Cross-dresser είναι το άτομο που αυτοπροσδιορίζεται με το βιολογικό του φύλο και φοράει ρούχα του αντίθετου φύλου επειδή απλά είναι του αντίθετου φύλου." Ο ορισμός δεν καλύπτει άτομα που "φορούν ρούχα αντίθετου φύλου για άλλους λόγους," όπως "γυναίκες περφόρμερ που το κάνουν για βιοπορισμό, ηθοποιούς, ανθρώπους που το κάνουν για μασκάρεμα κ.ο.κ. Τα άτομα αυτά κάνουν cross dressing αλλά δεν είναι cross-dresser." Οι cross-dresser δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζονται με το αντίθετο φύλο, ούτε υιοθετούν συμπεριφορές ή πρακτικές του αντίθετου φύλου και γενικά δεν επιθυμούν να αλλάξουν κάτι στο σώμα τους ιατρικά. Η πλειοψηφία των cross-dresser είναι ετεροφυλόφιλα άτομα.
Cisgender
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο όρος σις τζέντερ αφορά τα άτομα που ταυτοποιούνται με το φύλο που τους αποδόθηκε στη γέννηση. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει επίσης τα άτομα που έχουν την ταυτότητα φύλου που η κοινωνία θεωρεί πρέπουσα για το φύλο που έχουν γεννηθεί. Είναι συμπληρωματικός όρος του όρου τρανς τζέντερ. Υπάρχουν διάφορα παράγωγα όπως ο cis άνδρας για τον άνδρα που του δόθηκε ανδρικό φύλο στη γέννηση και cis γυναίκα για τη γυναίκα που της δόθηκε γυναικείο φύλο στη γέννηση. Την προέλευσή του οφείλει στη λατινογενή πρόθεση cis-, που σημαίνει "από τη μεριά μας", το οποίο είναι ακρωνύμιο για τη λατινογενή πρόθεση τρανσ-, που σημαίνει "απέναντι". Αυτή η σχέση συναντάται στη χημεία, η διάκριση cis-trans, τα τεστ cis-trans της γενετικής και σε άλλες περιπτώσεις.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Stroud District Council "Gender Equality SCHEME AND ACTION PLAN 2007" Αρχειοθετήθηκε 2008-02-27 στο Wayback Machine., defines the state of being transgender as "Non-identification with, or non-presentation as, the sex (and assumed gender) one was assigned at birth."
- ↑ 2,0 2,1 Gay and Lesbian Alliance Against Defamation. "GLAAD Media Reference Guide – Transgender glossary of terms", "GLAAD", USA, May 2010. Retrieved on 2011-02-24. "An umbrella term for people whose gender identity and/or gender expression differs from what is typically associated with the sex they were assigned at birth."
- ↑ "USI LGBT Campaign – Transgender Campaign" (retrieved 11 January 2012) defines transgender people as "People who were assigned a sex, usually at birth and based on their genitals, but who feel that this is a false or incomplete description of themselves."
- ↑ B Bilodeau, Beyond the gender binary: A case study of two transgender students at a Midwestern research university, in the Journal of Gay & Lesbian Issues in Education (2005): "Yet Jordan and Nick represent a segment of transgender communities that have largely been overlooked in transgender and student development research – individuals who express a non-binary construction of gender[.]"
- ↑ "Layton, Lynne. In Defense of Gender Ambiguity: Jessica Benjamin. Gender & Psychoanalysis. I, 1996. Pp. 27–43". Retrieved 2007-03-06
- ↑ «Free & Equal Campaign Fact Sheet: Intersex» (PDF). United Nations Office of the High Commissioner for Human Rights. 2015. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2016.
- ↑ «ΙΝΤΕΡΣΕΞ ΠΟΙΚΙΛΟΜΟΡΦΙΑ: Είναι τα άτομα που παρουσιάζουν ίντερσεξ ποικιλομορφίες και τρανς (διεμφυλικά);». IntersexGreece.org.gr. 10 Ιουλίου 2021.
- ↑ FRA – ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (2014). «Η ζωή των τρανς ατόμων στην ΕΕ. Συγκριτική ανάλυση των δεδομένων της έρευνας για τα άτομα ΛΟΑΤ στην ΕΕ (Σύνοψη)» (PDF). European Union Agency for Fundamental Rights (FRA). European Union. line feed character in
|title=
at position 65 (βοήθεια) - ↑ Lombardi, Emilia L.; Anne Wilchins, Riki; Priesing, Dana; Malouf, Diana (October 2008). «Gender Violence: Transgender Experiences with Violence and Discrimination». Journal of Homosexuality 42 (1): 89–101. doi: . PMID 11991568.
- ↑ Gay and Lesbian Alliance Against Defamation. "Groundbreaking Report Reflects Persistent Discrimination Against Transgender Community" Αρχειοθετήθηκε 2011-08-03 στο Wayback Machine., GLAAD, USA, February 4, 2011. Retrieved 2011-02-24.
- ↑ Bradford, Judith; Reisner, Sari L.; Honnold, Julie A.; Xavier, Jessica (2013). «Experiences of Transgender-Related Discrimination and Implications for Health: Results From the Virginia Transgender Health Initiative Study». American Journal of Public Health 103 (10): 1820–1829. doi: . PMID 23153142. https://archive.org/details/sim_american-journal-of-public-health_2013-10_103_10/page/1820.
- ↑ Whittle, Stephen. "Respect and Equality: Transsexual and Transgender Rights." Routledge-Cavendish, 2002.
- ↑ UNCW: Developing and Implementing a Scale to Assess Attitudes Regarding Transsexuality
- ↑ R Polly, J Nicole, Understanding the transsexual patient: culturally sensitive care in emergency nursing practice, in the Advanced Emergency Nursing Journal (2011): "The use of terminology by transsexual individuals to self-identify varies. As aforementioned, many transsexual individuals prefer the term transgender, or simply trans, as it is more inclusive and carries fewer stigmas. There are some transsexual individuals[,] however, who reject the term transgender; these individuals view transsexualism as a treatable congenital condition. Following medical and/or surgical transition, they live within the binary as either a man or a woman and may not disclose their transition history."
- ↑ A Swenson, Medical Care of the Transgender Patient, in Family Medicine (2014): "While some transsexual people still prefer to use the term to describe themselves, many transgender people prefer the term transgender to transsexual."
- ↑ «Fenway Health Glossary of Gender and Transgender Terms» (PDF). Ιανουαρίου 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 19 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2013.
- ↑ Παρενδυσία: Τι είναι και πού οφείλεται
- ↑ E. D. Hirsch, Jr., E.D., Kett, J.F., Trefil, J. (2002) "Transvestite: Someone who dresses in the clothes usually worn by the opposite sex." in Definition of the word "transvestite" Αρχειοθετήθηκε 2007-10-12 στο Wayback Machine. from The New Dictionary of Cultural Literacy, Third Edition Αρχειοθετήθηκε 2007-08-18 στο Wayback Machine. Αρχειοθετήθηκε Αύγουστος 18, 2007 στη Wayback Machine του Internet Archive. Retrieved on 2007-08-13.
- ↑ various (2006) "trans·ves·tite...(plural trans·ves·tites), noun. Definition: somebody who dresses like opposite sex:" in Definition of the word "transvestite" Αρχειοθετήθηκε 2007-11-09 στο Wayback Machine. from the Encarta World English Dictionary (North American Edition) Αρχειοθετήθηκε 2009-11-02 στο Wayback Machine.. Retrieved on 2007-08-13.
- ↑ Raj, R (2002) "transvestite (TV): n. Synonym: crossdresser (CD):" in Towards a Transpositive Therapeutic Model: Developing Clinical Sensitivity and Cultural Competence in the Effective Support of Transsexual and Transgendered Clients Αρχειοθετήθηκε 2007-09-27 στο Wayback Machine. from the International Journal of Transgenderism 6,2. Retrieved on 2007-08-13. Αρχειοθετήθηκε Σεπτέμβριος 27, 2007 στη Wayback Machine του Internet Archive
- ↑ Hall, B. et al. (2007) "...Many say this term (crossdresser) is preferable to transvestite, which means the same thing..." and "...transvestite (TV) – same as cross-dresser. Most feel cross-dresser is the preferred term..." in Discussion Paper: Toward a Commission Policy on Gender Identity from the Ontario Human Rights Commission Retrieved on 2007-08-13.