Κατηγορία:Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Δανεισμοί » Λόγια δάνεια » Λόγια διαχρονικά δάνεια » από τα αρχαία ελληνικά « Ετυμολογία « Αρχαία ελληνικά |
- Αναβιωμένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά, προϊόντα λόγιου διαχρονικού εσωτερικού δανεισμού. Συνήθως, μέσω της καθαρεύουσας ή λόγια μεταφραστικά δάνεια για επιστημονικό και ειδικό λεξιλόγιο.
Δείτε και Κατηγορία:Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 4 υποκατηγορίες, από 4 συνολικά.
'
Σελίδες στην κατηγορία "Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 4.393 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)T
Α
- άβακας
- αβάκιο
- αβαρής
- αβασίλευτος
- άβατος
- αβέβαιος
- αβελτηρία
- αβίαστος
- αβίωτος
- αβλαβής
- αβλαβώς
- αβληχρός
- αβουλία
- αβροδίαιτος
- αβρός
- αβρότητα
- αγαθο-
- αγαθοεργία
- άγαλμα
- αγαλμάτιο
- αγαλματοποιός
- άγαμος
- αγανάκτηση
- αγανακτώ
- αγαστός
- αγγείο
- αγγελία
- αγγελιαφόρος
- αγγελιοφόρος
- αγγέλλω
- αγέλη
- αγένεια
- αγενής
- αγέρωχος
- άγημα
- αγίασμα
- αγκάθινος
- αγκάλη
- άγκιστρο
- αγκούλα
- αγκύλος
- άγκυρα
- αγκυροβολώ
- αγλαΐζω
- αγλαός
- αγνεία
- αγνίζω
- αγνοούμενος
- αγνοώ
- αγνώμονας
- αγνωμονώ
- αγνωμοσύνη
- αγνώμων
- αγονία
- άγονος
- αγοραίος
- αγορανόμος
- αγοραστικός
- αγορεύω
- -άγρα
- αγριωπός
- αγρίως
- αγροίκος
- αγρονόμος
- αγρός
- αγρότης
- αγροφύλακας
- αγρυπνία
- άγρωστη
- Αγχεσμός
- αγχίνοια
- αγχίνους
- άγω
- αγωγή
- -αγωγός
- αγωγός
- αγωνία
- αγωνίζομαι
- αγωνιστής
- αγωνιώ
- αδαής
- άδεια
- αδένας
- αδέσποτος
- άδηλος
- αδημονώ
- αδήριτος
- αδηφαγία
- αδηφάγος
- αδιάβλητος
- αδιάθετος
- αδιάκριτος
- αδιάλλακτος
- αδιερεύνητος
- αδίκημα
- αδικία
- αδιόρατος
- αδιόρθωτος
- αδολέσχης
- αδρανής
- αδυνατώ
- Άδωνης
- αεικίνητος
- αείμνηστος
- αειπάρθενος
- αειφανής
- αείφυλλος
- αενάως
- Αζηνία
- αηδής
- αηδία
- αήθης
- αθανασία
- αθεώρητος
- Αθήνησι
- άθλιος
- αθλιότητα
- αθλο-
- αθλώ
- Αθμονία
- άθυρμα
- αθυρόστομος
- αθωνικός
- αθωνίτης
- Αθωνίτης
- αθώος
- Αιγιλία
- αιγόκερος
- Αιγόσθενα
- αιδημόνως
- αιδήμων
- αΐδιος
- αιδοίο
- αιδώς
- Αιθαλίδες
- αιθέρας
- αιθέριος
- αιθεροβάμων
- αίθουσα
- αίθριος
- αίλουρος
- αιματηρός
- αιματώδης
- αιμο-
- Αίμος
- αιμωδία
- αίνος
- αινώ
- Αιξωνή
- αιπόλος
- αίρεση
- Αίσα
- αισθάνομαι
- αίσθημα
- αισθητός
- αίσχος
- αισχρολογία
- αισχρός
- αισχυνόμενος
- αιτίαση
- αιτιατικός
- αίτιος
- αιτιώμαι
- αιτώ
- αίφνης
- αιφνίδιος
- αιφνιδίως
- αιχμάλωτος
- αιώνιος
- αιώρα
- αιώρηση
- ακαθαρσία
- ακαίρως
- ακακία
- άκαμπτος
- άκαρι
- ακαριαίος
- άκατος
- ακινησία
- ακίνητος
- ακκίζομαι
- ακμάζων
- ακμαίος
- ακμή
- άκμονας
- άκμων
- ακολασία
- ακόλαστος
- ακολουθία
- ακοντίζω
- ακόντιο
- ακόντιση
- ακοντισμός
- ακοντιστής
- ακόρεστος
- ακόσμητος
- ακούσιος
- ακραίος
- ακράτεια