αναψυχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναψυχή | οι | αναψυχές |
γενική | της | αναψυχής | των | αναψυχών |
αιτιατική | την | αναψυχή | τις | αναψυχές |
κλητική | αναψυχή | αναψυχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναψυχή < αρχαία ελληνική ἀναψυχή < ἀναψύχω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναψυχή θηλυκό
- η μη υποχρεωτική δραστηριότητα με σκοπό την σωματική ή ψυχική ανάπαυση, ανάταση ή ευεξία
- (παρωχημένο) η ανακούφιση, παρηγοριά
- (παρωχημένο) η χαρά, η ικανοποίηση