ανύπαντρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανύπαντρος < αν- + αρχαία ελληνική ὕπανδρος
Επίθετο
[επεξεργασία]ανύπαντρος, -η, -ο
- που δεν είναι παντρεμένος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη άντρας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανύπαντρος
|