αρμέγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀρμέγω
Γυναίκα που αρμέγει αγελάδα.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρμέγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρμέγω < ἀλμέγω > αρχαία ελληνική ἀμέλγω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂melǵ-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aɾˈme.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐μέ‐γω

αρμέγω, αόρ.: άρμεξα, παθ.φωνή: αρμέγομαι, π.αόρ.: αρμέχτηκα

  1. βγάζω το γάλα από τους μαστούς της αγελάδας ή άλλου θηλυκού ζώου τραβώντας τους με τα χέρια ή χρησιμοποιώντας ειδική συσκευή
  2. (μεταφορικά) εκμεταλλεύομαι κάποιον, κυρίως οικονομικά
  3. (μεταφορικά) χουφτώνω κάποια έντονα στο στήθος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]