βάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βάζο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βιβάζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈva.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βά‐ζω
ομόηχο: βάζο

βάζω, πρτ.: έβαζα, στ.μέλλ.: θα βάλω, αόρ.: έβαλα, π.αόρ.: βάλθηκα, μτχ.π.π.: βαλμένος

  1. μετακινώ κάτι και το αφήνω σε ένα σημείο
    ⮡  βάζω ένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη
     συνώνυμα: τοποθετώ
     αντώνυμα: βγάζω
  2. συμπληρώνω, γράφω, σημειώνω λέξη, γράμμα ή αριθμό ή άλλο σύμβολο σε κενό ενός εγγράφου, δελτίου ή φόρμας
    ⮡  έπαιξα ΠΡΟΠΟ και στον πρώτο αγώνα έβαλα Χ
  3. (για ρούχα) φορώ, ντύνω ή ντύνομαι
     αντώνυμα: βγάζω
  4. (σε περιφράσεις) εκτελώ την ενέργεια ή προκαλώ το αποτέλεσμα που υποδηλώνει η επόμενη λέξη (συνήθως ουσιαστικό)
    ⮡  βάζω φωτιά/πυρκαγιά/μπουρλότο
    ⮡  βάζω βαθμό: αξιολογώ και βαθμολογώ
    ⮡  βάζω τρικλοποδιά
    ⮡  βάζω γκολ: πετυχαίνω, σημειώνω γκολ
    ⮡  βάζω σημάδι: σημαδεύω
    ⮡  βάζω στο σημάδι: κάνω κάποιον στόχο μιας επίθεσης
    ⮡  βάζω τέλος: σταματώ, τερματίζω κάτι
    ⮡  βάζω μπρος / μπροστά: εκκινώ κάτι, ένα μηχάνημα ή μια προσπάθεια, εργασία, επιχείρηση
  5. (στην παθητική φωνή, μόνο στους συνοπτικούς χρόνους) έχω βάλει κάτι στο μυαλό μου και προσπαθώ να το πετύχω
    ⮡  Δεν ξέρω τι σου έχω κάνει και βάλθηκες να με καταστρέψεις. (...και προσπαθείς τόσο πολύ να με καταστρέψεις)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

σύνθετα με βάζω (δείτε και τα συγγενικά τους)

σύνθετα με το αρχαίο βιβάζω

Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα