επιβεβαιώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιβεβαιώνω < αρχαία ελληνική ἐπιβεβαιῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]επιβεβαιώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιβεβαιώνω | επιβεβαίωνα | θα επιβεβαιώνω | να επιβεβαιώνω | επιβεβαιώνοντας | |
β' ενικ. | επιβεβαιώνεις | επιβεβαίωνες | θα επιβεβαιώνεις | να επιβεβαιώνεις | επιβεβαίωνε | |
γ' ενικ. | επιβεβαιώνει | επιβεβαίωνε | θα επιβεβαιώνει | να επιβεβαιώνει | ||
α' πληθ. | επιβεβαιώνουμε | επιβεβαιώναμε | θα επιβεβαιώνουμε | να επιβεβαιώνουμε | ||
β' πληθ. | επιβεβαιώνετε | επιβεβαιώνατε | θα επιβεβαιώνετε | να επιβεβαιώνετε | επιβεβαιώνετε | |
γ' πληθ. | επιβεβαιώνουν(ε) | επιβεβαίωναν επιβεβαιώναν(ε) |
θα επιβεβαιώνουν(ε) | να επιβεβαιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιβεβαίωσα | θα επιβεβαιώσω | να επιβεβαιώσω | επιβεβαιώσει | ||
β' ενικ. | επιβεβαίωσες | θα επιβεβαιώσεις | να επιβεβαιώσεις | επιβεβαίωσε | ||
γ' ενικ. | επιβεβαίωσε | θα επιβεβαιώσει | να επιβεβαιώσει | |||
α' πληθ. | επιβεβαιώσαμε | θα επιβεβαιώσουμε | να επιβεβαιώσουμε | |||
β' πληθ. | επιβεβαιώσατε | θα επιβεβαιώσετε | να επιβεβαιώσετε | επιβεβαιώστε | ||
γ' πληθ. | επιβεβαίωσαν επιβεβαιώσαν(ε) |
θα επιβεβαιώσουν(ε) | να επιβεβαιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιβεβαιώσει | είχα επιβεβαιώσει | θα έχω επιβεβαιώσει | να έχω επιβεβαιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιβεβαιώσει | είχες επιβεβαιώσει | θα έχεις επιβεβαιώσει | να έχεις επιβεβαιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιβεβαιώσει | είχε επιβεβαιώσει | θα έχει επιβεβαιώσει | να έχει επιβεβαιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιβεβαιώσει | είχαμε επιβεβαιώσει | θα έχουμε επιβεβαιώσει | να έχουμε επιβεβαιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιβεβαιώσει | είχατε επιβεβαιώσει | θα έχετε επιβεβαιώσει | να έχετε επιβεβαιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιβεβαιώσει | είχαν επιβεβαιώσει | θα έχουν επιβεβαιώσει | να έχουν επιβεβαιώσει |
|