λιτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λιτός | η | λιτή | το | λιτό |
γενική | του | λιτού | της | λιτής | του | λιτού |
αιτιατική | τον | λιτό | τη | λιτή | το | λιτό |
κλητική | λιτέ | λιτή | λιτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λιτοί | οι | λιτές | τα | λιτά |
γενική | των | λιτών | των | λιτών | των | λιτών |
αιτιατική | τους | λιτούς | τις | λιτές | τα | λιτά |
κλητική | λιτοί | λιτές | λιτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιτός < αρχαία ελληνική λιτός
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]λιτός, -ή, ό
- που διαθέτει μόνο τα απαραίτητα, χωρίς καμία περιττή πολυτέλεια
- που δε διαθέτει στολίσματα