ρευστό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρευστό | τα | ρευστά |
γενική | του | ρευστού | των | ρευστών |
αιτιατική | το | ρευστό | τα | ρευστά |
κλητική | ρευστό | ρευστά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρευστό < ουδέτερο του ρευστός < αρχαία ελληνική ῥευστός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρευστό ουδέτερο
- φυσικό σώμα σε υγρή ή αέρια κατάσταση
- (μεταφορικά).το διαθέσιμο χρήμα, τα μετρητά, σε αντιπαράθεση με άλλα περιουσιακά στοιχεία, όπως η γη
- δεν έχω ρευστό πάνω μου και δεν μπορώ να πάω πουθενά
Υπώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυσικό σώμα σε υγρή ή αέρια μορφή
το διαθέσιμο χρήμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ρευστό