στόμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στόμα τα στόματα
      γενική του στόματος των στομάτων
    αιτιατική το στόμα τα στόματα
     κλητική στόμα στόματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στόμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στόμα
Κλειστό ανθρώπινο στόμα.
Ανοιχτό στόμα αλιγάτορα.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsto.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στό‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στόμα ουδέτερο

  1. (ανατομία) άνοιγμα στο πρόσωπο των ανθρώπων ή στο κεφάλι των ζώων, που χρησιμεύει στην κατάποση της τροφής και στην ομιλία
    ⮡  Κλείνε το στόμα σου όταν τρως.
    ※  Το κακό δεν περιέχεται σ' αυτό που μπαίνει από το στόμα του ανθρώπου, είπε ο αλχημιστής. Το κακό περιέχεται σ' αυτό που βγαίνει από κει.
    Πάουλο Κοέλιο, Ο αλχημιστής, μετάφραση: Μαρία Φερέιρα-Χιδίρογλου, εκδόσεις: Λιβάνη, Αθήνα (1988), ISBN 9789602366493.
  2. (μεταφορικά) ένας άνθρωπος, σαν μονάδα μέτρησης
    ⮡  Η μάνα του είχε δέκα στόματα να θρέψει.
  3. το άνοιγμα μιας κοιλότητας
    ⮡  το στόμα του μπουκαλιού
     συνώνυμα: είσοδος, στόμιο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
στομ- 

και

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στόμᾰ τὰ στόμᾰτ
      γενική τοῦ στόμᾰτος τῶν στομᾰ́των
      δοτική τῷ στόμᾰτ τοῖς στόμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ στόμᾰ τὰ στόμᾰτ
     κλητική ! στόμᾰ στόμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στόμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  στομᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στόμα < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stomn̥ / *stomen- (στόμα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στόμα ουδέτερο (& αιολικός τύπος : στύμα)

  1. (ανατομία) το στόμα
  2. όργανο της φωνής, λαλιά, ομιλία
    ⮡  δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματα
  3. λόγια, εκφράσεις, τρόπος έκφρασης, η γλώσσα που χρησιμοποιεί κάποιος
    ⮡  τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς στόμα
    ⮡  τό σόν στόμα ἐλεινόν - κἂν καλὸν φορῇ στόμα
  4. προφορικός
    ⮡  ἀπὸ στόματος εἰπεῖν (από μνήμης, χωρίς γραπτά)
  5. (γεωγραφία) στόμιο, εκβολές
    ⮡  στόμα τοῦ Πόντου - Τό ἄνω στόμα τῆς διώρυχος
  6. χάσμα, ρήγμα
  7. άνοιγμα, είσοδος
    ⮡  στόμα φρέατος
    ⮡  ἑπτάπυλον στόμα (οι επτά είσοδοι της Θήβας)
  8. το πρόσθιο, μπροστινό μέρος, μέτωπο
    ⮡  ἀπό στόματος (τα πρόσθια στρατεύματα στη μάχη σε αντιδιαστολή προς την οπισθοφυλακή: ἀπὸ τῆς οὐρᾶς)
  9. πρόσωπο
    ⮡  κατὰ στόμα : κατά πρόσωπο, πρόσωπο με πρόσωπο, μπροστά σου
  10. άκρο, χείλος, κορυφή, το όριο
    ⮡  ἄκρον στόματος πύργων
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἀγησίλαος, 11.1–11.16
    τίς δὲ συμμάχοις θάρσος παρέσχεν ὅσον Ἀγησίλαος, καίπερ ἤδη πρὸς τῷ στόματι τοῦ βίου ὤν;
    Ποίος δε ενέσπειρε εις τους συμμάχους του τόσον θάρρος όσον ο Αγησίλαος, μολονότι ευρισκόμενος ήδη προς το τέρμα της ζωής;
    Μετάφραση: Κ. Καιροφύλας @greek-language.gr)
    ⮡  τό στόμα τῆς αἰχμῆς (το μυτερό άκρο του όπλου)
  11. (μεταφορικά) αυτό που καταπίνει
    ⮡  πτολέμοιο, ὑσμίνης στόμα (πόλεμος, το στόμα της μάχης, δηλ. που καταπίνει σαν τέρας)
  12. η πηγή ποταμού

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
στομ- 
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)