אולם

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

אולם (he) (ulám) αρσενικό

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

אולם (he) (ulám)