advanced

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός advanced
συγκριτικός further advanced / more advanced
υπερθετικός furthest advanced / most advanced

advanced (en)

  1. προχωρημένος, προηγμένος, που έχει τις πιο σύγχρονες και πρόσφατα αναπτυγμένες ιδέες, μεθόδους κτλ.
    advanced views/methods - προχωρημένες απόψεις/μέθοδοι
    The most advanced groups of workers’ unions are implementing new forms of fighting.
    Οι πιο προχωρημένες ομάδες των εργατικών συνδικάτων εφαρμόζουν νέες μορφές αγώνα.
    advanced technology/an advanced economy - προηγμένη τεχνολογία/οικονομία
  2. προχωρημένος, προκεχωρημένος, για ένα μάθημα που βρίσκεται σε υψηλό ή δύσκολο επίπεδο
    books for advanced students - βιβλία για προχωρημένους μαθητές
    English departments for beginners and advanced students/the advanced - τμήματα αγγλικών για αρχάριους και για προχωρημένους
    She’s advanced in English.
    Είναι προχωρημένη στ' αγγλικά.
    Cuba was the advanced outpost of communism due to its proximity to the USA.
    Η Κούβα αποτελούσε το προκεχωρημένο φυλάκιο του κομμουνισμού, λόγω της γειτνίασής της προς τις ΗΠΑ.
  3. προχωρημένος, σε όψιμο στάδιο ανάπτυξης
    She died at an advanced age.
    Πέθανε σε προχωρημένη ηλικία.
    He has cancer and unfortunately it’s advanced/at an advanced stage.
    Έχει καρκίνο, και δυστυχώς προχωρημένο.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

advanced (en)