amaranto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amaranto | amarantoj |
αιτιατική | amaranton | amarantojn |
amaranto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amaranto | amarantoj |
αιτιατική | amaranton | amarantojn |
amaranto (eo)