creepy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | creepy |
συγκριτικός | creepier |
υπερθετικός | creepiest |
Επίθετο
[επεξεργασία]creepy (en)
- (ανεπίσημο) ανατριχιαστικός
- ↪ a creepy story about ghosts - ανατριχιαστική ιστορία για φαντάσματα