last

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: lust

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

last (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. τελευταία, στο τέλος
    I will speak last at the meeting.
    Θα μιλήσω τελευταία στην συγκέντρωση.
  2. τελευταία, τελευταία φορά, η πιο πρόσφατη φορά
    When were you last in London?
    Πότε ήσουν τελευταία στο Λονδίνο;
    When had we last gone to England?
    Πότε είχαμε πάει τελευταία φορά στην Αγγλία;

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

last (en) (συνήθως με the, πληθυντικός: the last)

  1. ο τελευταίος, το πρόσωπο ή το πράγμα που έρχεται ή γίνεται μετά από όλα τα άλλα παρόμοια άτομα ή πράγματα
    He was the last to leave.
    Ήταν ο τελευταίος που έφυγε.
  2. ο τελευταίος, το μόνο μέρος που μένει από κάτι
    He spent the last of his money.
    Ξόδεψε και τα τελευταία του χρήματα.
    He exhausted the last of his strength.
    Εξαντλήθηκαν και οι τελευταίες του δυνάμεις.
  3. (μόνο ενικός) η τελευταία φορά, ο περασμένος, η πιο πρόσφατη φορά
    I’m afraid we haven’t seen/heard the last of him.
    Φοβάμαι πως δεν τον είδαμε/ακούσαμε για τελευταία φορά.
    Next summer will be hotter than (the) last.
    Το επόμενο καλοκαίρι θα είναι πιο ζεστό από το περασμένο.

last (en)

  1. τελευταίος, που συμβαίνει ή έρχεται ύστερα από όλα τα άλλα παρόμοια πράγματα ή ανθρώπους
    the last house before the intersection - το τελευταίο σπίτι πριν από τη διασταύρωση
    the last letter of a word - το τελευταίο γράμμα μιας λέξης
    He always comes last.
    Έρχεται πάντα τελευταίος.
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τελευταίος, περασμένος, το πιο πρόσφατο
    The last time I saw him…
    Την τελευταία φορά που τον είδα…
    Palamas’ last book - το τελευταίο βιβλίο του Παλαμά
    last winter - περασμένος χειμώνας
    the last year/generation - η περασμένη χρονιά/γενιά
    Next summer will be hotter than last one.
    Το επόμενο καλοκαίρι θα είναι πιο ζεστό από το περασμένο.
  3. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τελευταίος, το μόνο που μένει
    at the last minute - την τελευταία στιγμή
    Come on, one last rehearsal.
    Έλα, μια τελευταία πρόβα.
    I am telling you one last time!/I am telling you for the last time!
    Σου το λέω για τελευταία φορά!
    She made one last attempt.
    Έκανε μια τελευταία προσπάθεια.
     συνώνυμα: → δείτε το επίθετο final
ενεστώτας last
γ΄ ενικό ενεστώτα lasts
αόριστος lasted
παθητική μετοχή lasted
ενεργητική μετοχή lasting

last (en)

  1. (αμετάβατο) διαρκώ, κρατώ, συνεχίζω να υπάρχω
    How long will this nice weather last?
    Πόσο θα διαρκέσει αυτός ο ωραίος καιρός;
    His fame will not last.
    Η φήμη του δεν θα διαρκέσει.
    How long will your vacation last?
    Πόσο διαρκούν οι διακοπές σου;
    It will last longer than a month.
    Θα διαρκέσει πάνω από μήνα.
    Our conversation lasted an hour.
    Η συνομιλία μας κράτησε μια ώρα.
    Will the fire last until we get back?
    Θα κρατήσει η φωτιά ώσπου να γυρίσουμε;
    Their separation lasted 10 years.
    Ο χωρισμός τους κράτησε 10 χρόνια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη persist
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) αντέχω, κρατώ, συνεχίζω να υπάρχω ή να λειτουργώ καλά
    Good leather lasts for years.
    Το καλό δέρμα αντέχει χρόνια.
    My car will last me another five years.
    Το αυτοκίνητό μου αντέχει άλλα πέντε χρόνια.
    This house will last another 100 years.
    Αυτό το σπίτι θα κρατήσει άλλα 100 χρόνια.
    Cheap clothes don’t last.
    Τα φτηνά ρούχα δεν κρατάνε.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) κρατώ, είναι αρκετός για να το χρησιμοποιήσει κάποιος, ειδικά για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο
    We have enough food to last (us) a month.
    Έχουμε αρκετά τρόφιμα για να κρατήσουν ένα μήνα.

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

last (en)