ne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ne (fr)

  • αρνητικό μόριο. Χρησιμοποιείται μαζί με άλλο ένα μόριο (pas, personne, jamais, guère, rien...) για να εκφράσει την άρνηση.



Επίρρημα

[επεξεργασία]

ne (eo)



Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

ne (it)



Επίρρημα

[επεξεργασία]

ne (ku)



Επίρρημα

[επεξεργασία]

ne (lt)



ne (sr)

  • λατινική γραφή του не



Επίρρημα

[επεξεργασία]

ne (sl)



Επίρρημα

[επεξεργασία]

ne (cs)



Αντωνυμία

[επεξεργασία]

ne (fi)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Επίρρημα

[επεξεργασία]

ne (tr)