oca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oca (ca)
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oca (es)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oca (it) θηλυκό
- (πτηνό) η χήνα
- (μεταφορικά) πολύ έξυπνος άνθρωπος
Παράγωγα
[επεξεργασία]Σικελικά (scn)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oca (scn)
Κατηγορίες:
- Καταλανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (καταλανικά)
- Πτηνά (καταλανικά)
- Ζώα (καταλανικά)
- Ισπανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Πτηνά (ισπανικά)
- Ζώα (ισπανικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Πτηνά (ιταλικά)
- Ζώα (ιταλικά)
- Σικελική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σικελικά)
- Πτηνά (σικελικά)
- Ζώα (σικελικά)