τάξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τάξη | οι | τάξεις |
γενική | της | τάξης* | των | τάξεων |
αιτιατική | την | τάξη | τις | τάξεις |
κλητική | τάξη | τάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τάξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τάξις < τάττω
- για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική classe ή από την αγγλική class [1]
- για την ταξινομική βαθμίδα < σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική ordo
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈta.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τά‐ξη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τάξη θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία κάθε τι είναι τακτοποιημένο στη θέση του
- η κατάσταση που προκύπτει από την τήρηση των κανόνων και των νόμων
- ↪υπουργείο δημοσίας τάξεως, ησυχία, τάξη και ασφάλεια
- υποδιαίρεση ενός συνόλου
- αξιολογική κατηγορία
- ↪ Αυτό το κρασί είναι πρώτης τάξεως
- (εκπαίδευση) το σύνολο των μαθητών ενός σχολείου που παρακολουθούν τα ίδια μαθήματα
- ↪ Η Α΄ τάξη έχει αυτήν την ώρα Γυμναστική.
- (εκπαίδευση) η σχολική αίθουσα
- (κοινωνιολογία) υποδιαίρεση του κοινωνικού σώματος με κριτήριο την κοινωνική θέση, το επάγγελμα, το εισόδημα ή τη σχέση προς τα μέσα παραγωγής
- ↪κοινωνικές τάξεις, επαγγελματικές τάξεις, παραγωγικές τάξεις
- (ταξινομία) υποδιαίρεση ταξινομικής βαθμίδας ανώτερη από την οικογένεια και χαμηλότερη από την ομοταξία
- (λογική, μαθηματικά, επιστήμη υπολογιστών) το πλήθος των παραμέτρων μιάς συνάρτησης (ή κατηγορήματος) ή το πλήθος των τελεστέων μιάς πράξης
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- ιθύνουσα τάξη (κοινωνιολογία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ταξι- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ταξι- στο Βικιλεξικό
όπως ταξιθέτης, ταξινομώ - -τάξιος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τάξιος στο Βικιλεξικό
και
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γενικά: βαθμίδα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τάξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
- Κοινωνιολογία (νέα ελληνικά)
- Ταξινομία (νέα ελληνικά)
- Λογική (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Επιστήμη υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)