concubine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

concubine (en)


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
concubine < θηλυκό του concubin

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃.ky.bin/

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
concubine concubines

concubine (fr)

  1. η συγκάτοικος
    il est venu accompagné de sa concubine - ήρθε συνοδευόμενος από την συγκάτοικό του
  2. η παλλακίδα
    les concubines de l'empereur de Chine - οι παλλακίδες του αυτοκράτορα της Κίνας

Συγγενικά

[επεξεργασία]