remainder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
remainder | remainders |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]remainder (en)
- (συνήθως the remainder) το υπόλοιπο, τα υπόλοιπα
- (μετρήσιμο, συνήθως ενικός, μαθηματικά) το υπόλοιπο
- ⮡ the remainder of a division - το υπόλοιπο διαίρεσης
Πηγές
[επεξεργασία]- remainder - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 920. ISBN 9780194325684., λήμμα: υπόλοιπο